ἀντιζυγία

ἀντιζυγία
ἀντιζῠγ-ία, ,
A equivalence, Theol.Ar.57.
II diametrical opposition, Vett. Val. 123.26.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • ἀντιζυγία — ἀντιζυγίᾱ , ἀντιζυγία equivalence fem nom/voc/acc dual ἀντιζυγίᾱ , ἀντιζυγία equivalence fem nom/voc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αντιζυγία — η (Α ἀντιζυγία) [αντίζυγος] νεοελλ. παράταξη σε αντιμέτωπους ζυγούς αρχ. το να είναι κάτι ισοδύναμο με κάτι άλλο …   Dictionary of Greek

  • αντιζυγία — η παράταξη σε δύο ζυγούς αντιμέτωπους: Οι στρατιώτες παρατάχθηκαν κατά αντιζυγία.   …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ἀντιζυγίαν — ἀντιζυγίᾱν , ἀντιζυγία equivalence fem acc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”